αγριοτριαντάφυλλο

De la Wikționar, dicționarul liber

greacă

(Ελληνικά)

Etimologie

Compus din αγριό- (agrió-, „sălbatic”) +‎ τριαντάφυλλο (triantáfyllo, „trandafir”).

Pronunție

  • AFI: /a.ɣɾjo.tɾi.a(n)ˈda.fi.lo/


Substantiv

αγριοτριαντάφυλλο (agriotriantáfyllo)

Declinarea substantivului
αγριοτριαντάφυλλο
n. Singular Plural
Nominativ αγριοτριαντάφυλλο αγριοτριαντάφυλλα
Genitiv αγριοτριαντάφυλλου αγριοτριαντάφυλλων
Acuzativ αγριοτριαντάφυλλο αγριοτριαντάφυλλα
Vocativ αγριοτριαντάφυλλο αγριοτριαντάφυλλα
  1. (bot.) trandafir sălbatic

Cuvinte apropiate

Referințe