απαραίτητος
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἀπαραίτητος (aparaítētos).
Pronunție
- AFI: /a.paˈɾe.ti.tos/
Adjectiv
απαραίτητος (aparaítitos)
Declinarea adjectivului απαραίτητος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | απαραίτητος | απαραίτητοι |
Feminin | απαραίτητη | απαραίτητες |
Neutru | απαραίτητο | απαραίτητα |