κεφάλαιο
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică κεφάλαιον (kephálaion, „esență, fond, punct principal”).
Pronunție
- AFI: /ceˈfa.le.o/
Substantiv
κεφάλαιο (kefálaio)
Declinarea substantivului κεφάλαιο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | κεφάλαιο | κεφάλαια |
Genitiv | κεφαλαίου, κεφάλαιου | κεφαλαίων |
Acuzativ | κεφάλαιο | κεφάλαια |
Vocativ | κεφάλαιο | κεφάλαια |
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
Cuvinte apropiate
- κεφαλαίο
- κεφαλαιοκράτης
- κεφαλαιοκρατία
- κεφαλαιοκρατικός
- κεφαλαιοποίηση
- κεφαλαιοποιώ
- κεφαλαίος
- κεφαλαιουχικός
- κεφαλαιούχος
- κεφαλαιώδης