σχοινί
Aspect
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din greacă bizantină σχοινίν (skhoinín), care provine din greacă antică σχοινίον (skhoiníon) < diminutiv al lui σχοῖνος (schoῖnos, „stufăriș”).
Pronunție
- AFI: /sçiˈni/
Substantiv
σχοινί (schoiní)
Declinarea substantivului σχοινί | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | σχοινί | σχοινιά |
Genitiv | σχοινιού | σχοινιών |
Acuzativ | σχοινί | σχοινιά |
Vocativ | σχοινί | σχοινιά |
Cuvinte derivate
- σχοινάς
- σχοινοποιείο
- σχοινοπλοκία
- σκοινένιος
- συρματόσχοινο
- σχοινάκι
- σχοίνο
- σχοινοβασία
- σχοινοβάτης
- σχοινοβάτισσα
- σχοινοβατώ
- σχοινοτενής
Cuvinte apropiate
Expresii
- σε τεντωμένο σχοινί
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί
- το έδεσε (ή το πάει ή το πήρε) σχοινί-κορδόνι
- του σχοινιού και του παλουκιού
- τραβάω ή παρατραβάω ή τεντώνω το σχοινί