ήπειρος
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἤπειρος (ḗpeiros, „continent, țărm”).
Pronunție
- AFI: /ˈi.pi.ɾos/
Substantiv
ήπειρος (ípeiros)
Declinarea substantivului ήπειρος | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | ήπειρος | ήπειροι |
Genitiv | ηπείρου | ηπείρων |
Acuzativ | ήπειρο | ηπείρους |
Vocativ | ήπειρε, ήπειρο | ήπειροι |
- (geogr.) continent
- η Γη έχει 6 ηπείρους