Sari la conținut

αγριογούρουνο

De la Wikționar, dicționarul liber

(Ελληνικά)

Etimologie

Compus din άγριος (ágrios, „sălbatic”) + γουρούνι (gouroúni, „porc”).

Pronunție

  • AFI: /a.ɣɾi.ɔ.ˈɣu.ɾu.nɔ/


Substantiv

αγριογούρουνο (agriogoúrouno)

Declinarea substantivului
αγριογούρουνο
n. Singular Plural
Nominativ αγριογούρουνο αγριογούρουνα
Genitiv αγριογούρουνου αγριογούρουνων
Acuzativ αγριογούρουνο αγριογούρουνα
Vocativ αγριογούρουνο αγριογούρουνα
  1. (zool.) porc-mistreț

Sinonime

Vezi și

Referințe