αρμαντίλλο
Aspect
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din spaniolă armadillo.
Pronunție
- AFI: /aɾ.man.'di.lɔ/
Substantiv
αρμαντίλλο (armantíllo)
Declinarea substantivului αρμαντίλλο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | αρμαντίλλο | αρμαντίλλα |
Genitiv | αρμαντίλλου | αρμαντίλλων |
Acuzativ | αρμαντίλλο | αρμαντίλλα |
Vocativ | αρμαντίλλο | αρμαντίλλα |
- (zool.) tatu
Sinonime
- (zool.) δασύπους