βαμβάκι
Aspect
(Ελληνικά)
Variante
- (rar) μπαμπάκι
Etimologie
Din greacă antică βαμβάκιον (bambákion), din βάμβαξ (bámbax, „bumbac”).
Pronunție
- AFI: /vaɱˈva.ci/
Substantiv
βαμβάκι (vamváki)
Declinarea substantivului βαμβάκι | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | βαμβάκι | βαμβάκια |
Genitiv | βαμβακιού | βαμβακιών |
Acuzativ | βαμβάκι | βαμβάκια |
Vocativ | βαμβάκι | βαμβάκια |
- (bot., text.) bumbac
Cuvinte derivate
- βαμβακέλαιο
- βαμβακέμπορος
- βαμβακοκαλλιέργεια
- βαμβακομάλλινος
- βαμβακομηχανή
- βαμβακοπαραγωγή
- βαμβακοπαραγωγός
- βαμβακόπιτα
- βαμβακόσπορος
- βαμβακοσυλλέκτης
- βαμβακοσυλλεκτικός
- βαμβακοφυτεία