διασκέδαση
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică διασκέδασις (diaskédasis, „distracție”) (cu sensuri după franceză divertissement).
Pronunție
- AFI: /ðʝaˈsce.ða.si/, /ði̯aˈsce.ða.si/
Substantiv
διασκέδαση (diaskédasi)
Declinarea substantivului διασκέδαση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | διασκέδαση | διασκεδάσεις |
Genitiv | διασκέδασης, διασκεδάσεως | διασκεδάσεων |
Acuzativ | διασκέδαση | διασκεδάσεις |
Vocativ | διασκέδαση | διασκεδάσεις |
- amuzament, distracție
- (p.ext.) distracție
Cuvinte apropiate
Vezi și
- πάρτι
- ξεφάντωμα
- τέρψη
- ψυχαγωγία
- γιορτάσι
- γλέντι
- μουχαπέτι
- ξέδομα
- ξέσκασμα
- σπασοκέφι
- τζουμπούσι
- χαροκόπι