εμπειρία
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἐμπειρία (empeiría), din ἔμπειρος (émpeiros) < compus din ἐν (en-) + πεῖρα (peîra, „experiment, încercare”).
Pronunție
- AFI: /em.biˈɾi.a/
Substantiv
εμπειρία (empeiría)
Declinarea substantivului εμπειρία | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | εμπειρία | εμπειρίες |
Genitiv | εμπειρίας | εμπειριών |
Acuzativ | εμπειρία | εμπειρίες |
Vocativ | εμπειρία | εμπειρίες |
- experiență
- από την προσωπική του εμπειρία
Antonime
Cuvinte derivate
- εμπειριοκρατία
- εμπειριοκρατικός
- εμπειριοκριτικισμός
- εμπειρογνώμονας
- εμπειρογνωμοσύνη
- εμπειροπόλεμος
- εμπειροτέχνης
- εμπειροτεχνία