κρέας
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică κρέας (kréas, „carne”) < proto-elenică *kréwas.
Pronunție
- AFI: /ˈkɾe.as/
Substantiv
κρέας (kréas)
Declinarea substantivului κρέας | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | κρέας | κρέατα |
Genitiv | κρέατος | κρεάτων |
Acuzativ | κρέας | κρέατα |
Vocativ | κρέας | κρέατα |
- (alim.) carne
- πρόβειο κρέας
Cuvinte apropiate
- κρεαταγορά
- κρεατάκια
- κρεατένιος
- κρεατερός
- κρεατής
- κρεατί
- κρεατίλα
- Kρεατινή
- κρεάτινος
- κρεατο-
- κρεατοελιά
- κρεατομηχανή
- κρεατόμυγα
- κρεατόπιτα
- κρεατοπουλειό
- κρεατόσουπα
- κρεατοφαγία
- κρεατοφάγος
- κρεατωμένος