μοσχοκαρυδιά
Aspect
(Ελληνικά)
Variante
- (pop.) μοσκοκαρυδιά
Etimologie
Din μόσχος (móschos) + καρυδιά (karydiá).
Pronunție
- AFI: /mɔ.sxɔ.ka.ɾi.'ðʝa/
Substantiv
μοσχοκαρυδιά (moschokarydiá)
Declinarea substantivului μοσχοκαρυδιά | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | μοσχοκαρυδιά | μοσχοκαρυδιές |
Genitiv | μοσχοκαρυδιάς | μοσχοκαρυδιών |
Acuzativ | μοσχοκαρυδιά | μοσχοκαρυδιές |
Vocativ | μοσχοκαρυδιά | μοσχοκαρυδιές |
- (bot.) nucșor
Sinonime
- (bot.) μυριστική