παράγραφος
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică παράγραφος (parágraphos) < compus din παρά (pará, „lângă”) + γράφω (gráphō, „a scrie”) + -ος (-os).
Pronunție
- AFI: /paˈɾa.ɣɾa.fos/
Substantiv
παράγραφος (parágrafos)
Declinarea substantivului παράγραφος | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | παράγραφος | παράγραφοι |
Genitiv | παραγράφου | παραγράφων |
Acuzativ | παράγραφο | παραγράφους |
Vocativ | παράγραφε | παράγραφοι |