περιμένω
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică περῐμένω (periménō, „a aștepta”).
Pronunție
- AFI: /pe.ɾiˈme.no/
Verb
περιμένω (periméno)
- a aștepta
- Περιμένω τους φίλους μου.
- a răbda, a îndura
- Περιμένω να τελειώσει η ταινία.
- a se aștepta, a anticipa
- Περίμενα ότι η εκπομπή θα είχε μεγαλύτερα νούμερα.