περιοχή
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică περιοχή (periokhḗ, „circumferință, extindere”).
Pronunție
- AFI: /pe.ɾi.oˈçi/
Substantiv
περιοχή (periochí)
Declinarea substantivului περιοχή | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | περιοχή | περιοχές |
Genitiv | περιοχής | περιοχών |
Acuzativ | περιοχή | περιοχές |
Vocativ | περιοχή | περιοχές |