σχεδιασμός
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din σχέδιο (schédio, „plan, desen, proiectare”) + -ισμός (-ismós).
Pronunție
- AFI: /sçe.ði.azˈmos/
Substantiv
σχεδιασμός (schediasmós)
Declinarea substantivului σχεδιασμός | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | σχεδιασμός | σχεδιασμοί |
Genitiv | σχεδιασμού | σχεδιασμών |
Acuzativ | σχεδιασμό | σχεδιασμούς |
Vocativ | σχεδιασμέ | σχεδιασμοί |