φτερό
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică πτερόν (pterón, „fulg; aripă”).
Pronunție
- AFI: /fteˈɾo/
Substantiv
φτερό (fteró)
Declinarea substantivului φτερό | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | φτερό | φτερά |
Genitiv | φτερού | φτερών |
Acuzativ | φτερό | φτερά |
Vocativ | φτερό | φτερά |
- (ornit., zool.) aripă
- (ornit.) fulg
- (auto.) apărătoare
- (la badminton) fluturaș
Sinonime
- 2: (ornit.) πούπουλο
Cuvinte apropiate
- αναφτερουγίζω
- αναφτερούγισμα
- γοργόφτερος
- ξεφτέρι
- φτέρη
- φτεροκοπάω, φτεροκοπώ
- φτεροκόπημα
- φτεροπόδαρος
- φτερούγα
- φτερουγάω, φτερουγώ
- φτερουγίζω
- φτερούγισμα
- φτέρωμα
- φτερώνω
- φτερωτή
- φτερωτός
Expresii
- κατηγορία φτερού
- φτερό στον άνεμο
- ανοίγω τα φτερά μου
- βάζω φτερά
- βγάζω φτερά
- κάνω φτερά
- κόβω τα φτερά
- φύλλο και φτερό