βασικός
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din βάση (vási, „bază”) + -ικός (-ikós).
Pronunție
- AFI: /va.siˈkos/
Adjectiv
βασικός (vasikós)
Declinarea adjectivului βασικός | ||
Singular | Plural | |
Masculin | βασικός | βασικοί |
Feminin | βασική | βασικές |
Neutru | βασικό | βασικά |
Sinonime
- 1: στοιχειώδης
- 2: υποτυπώδης