De la Wikționar, dicționarul liber
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică δοῦλος (doûlos, „rob, iobag”).
Pronunție
Substantiv
δούλος (doúlos)
Declinarea substantivului δούλος
|
m.
|
Singular
|
Plural
|
Nominativ
|
δούλος
|
δούλοι
|
Genitiv
|
δούλου
|
δούλων
|
Acuzativ
|
δούλο
|
δούλους
|
Vocativ
|
δούλε
|
δούλοι
|
- (mai ales ist.) sclav
- (fig.) sclav
Sinonime
Cuvinte derivate
cuvinte derivate
- αδούλευτος
- αδουλεψιά
- άδουλος, αδουλία
- αδούλωτα, αδούλωτος
- ακαταδούλωτος
- ανυποδούλωτος
- αμερικανόδουλος
- -δούλευτος
- απόδουλος
- αυλοδουλία, αυλόδουλος
- γυναικόδουλος
- δουλέμπορος, δουλεμπόριο, δουλεμπορικός
- δουλευομανώ
- δουλοκτήτης, δουλοκτητικός, δουλοκτησία
- δουλολάτρης
- δουλοπάζαρο
- δουλοπάροικος
- δουλοπρεπής, δουλόπρεπος, δουλόπρεπα, δουλοπρεπώς
- δουλοφροσύνη, δουλόφρων, δουλόφρονας, δουλοφρόνως
- δουλοχάρτι
|
|
- δουλόψυχος
- εθελοδουλία, εθελόδουλος
- εικονόδουλος
- εκδούλευση, εκδούλεψη
- ημεροδούλι
- ιεροδουλία, ιερόδουλος
- καθυποδούλωση, καθυποδουλώνω
- καταδούλωση, καταδουλωτικός
- κοιλιοδουλία, κοιλιόδουλος
- κουτσομεροδούλι
- μεροδούλης, μεροδούλι
- μοιρόδουλος
- ξεδουλιαστήρι
- ξενοδούλης, ξενοδούλι, ξενόδουλος
- ομόδουλος
- οχλόδουλος
- πρωτόδουλος, πρωτοδούλος
- σύνδουλος
- υπόδουλος, υποδουλώνω, υποδούλωση, υποδουλωτής, υποδουλωτικός, υποδουλωτικά
- χεροδούλης
|
Cuvinte apropiate
Expresii
Referințe