ζάχαρη
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică σάκχαρις (sákkharis) < inevitabil din sanscrită शर्करा (śarkarā).
Pronunție
- AFI: /ˈza.xa.ɾi/
Substantiv
ζάχαρη (záchari)
Declinarea substantivului ζάχαρη | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | ζάχαρη | ζάχαρες |
Genitiv | ζάχαρης | - |
Acuzativ | ζάχαρη | ζάχαρες |
Vocativ | ζάχαρη | ζάχαρες |
Cuvinte derivate
- ζαχαρένιος
- ζαχαρί
- ζαχαριάζω
- ζαχαριέρα
- ζαχαρίνη
- ζαχαρο-
- ζαχαρούχος
- ζαχαρώδης
- ζαχάρωμα
- ζαχαρώνω
- ζαχαρωτός
Cuvinte apropiate
- ροδοζάχαρη
- ζαχαρο-
- ζαχαροζυμωμένος
- ζαχαροκάλαμο
- ζαχαροπλαστείο
- ζαχαροπλάστης
- ζαχαροποιία
- ζαχαρότευτλο