κουνουπίδι
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă medie κουνουπίδιν < κάνωπον.
Pronunție
- AFI: /ku.nu.'pi.ði/
Substantiv
κουνουπίδι (kounoupídi) n., κουνουπίδια (kounoupídia) pl.
(Ελληνικά)
Din greacă medie κουνουπίδιν < κάνωπον.
κουνουπίδι (kounoupídi) n., κουνουπίδια (kounoupídia) pl.