λάχανο
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică λάχανον.
Pronunție
- AFI: /ˈla.xa.nɔ/
Substantiv
λάχανο (láchano) n., λάχανα (láchana) pl.
Cuvinte compuse
Cuvinte apropiate
Expresii
- σιγά τα λάχανα ή σπουδαία τα λάχανα
- τρώω κάποιον λάχανο
- όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα