μέγεθος
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică μέγεθος (mégethos, „mărime”).
Pronunție
- AFI: /ˈme.ʝe.θos/
Substantiv
μέγεθος (mégethos)
Declinarea substantivului μέγεθος | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | μέγεθος | μεγέθη |
Genitiv | μεγέθους | μεγεθών |
Acuzativ | μέγεθος | μεγέθη |
Vocativ | μέγεθος | μεγέθη |
Cuvinte derivate
- αμεγέθυντος
- ανισομεγέθης
- ευμεγέθης
- ισομεγέθης
- μεγέθυνση
- μεγεθυντής
- μεγεθυντικός
- μεγεθύνω
- υπερμεγέθης