Sari la conținut

πληθυντικός

De la Wikționar, dicționarul liber

(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică πληθύνω (plēthū́nō, „a crește, a mări”).

Pronunție

  • AFI: /pli.θin.diˈkos/


Adjectiv

πληθυντικός (plithyntikós)

Declinarea adjectivului
πληθυντικός
Singular Plural
Masculin πληθυντικός πληθυντικοί
Feminin πληθυντική πληθυντικές
Neutru πληθυντικό πληθυντικά
  1. (gram.) plural
    είναι το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο...


Substantiv

πληθυντικός (plithyntikós)

Declinarea substantivului
πληθυντικός
m. Singular Plural
Nominativ πληθυντικός πληθυντικοί
Genitiv πληθυντικού πληθυντικών
Acuzativ πληθυντικό πληθυντικούς
Vocativ πληθυντικέ πληθυντικοί
  1. (gram.) plural

Cuvinte compuse

Cuvinte apropiate

Referințe