πράγμα
Aspect
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din greacă antică πρᾶγμα (prâgma, „faptă, act”).
Pronunție
- AFI: /ˈpɾaɣ.ma/
Substantiv
πράγμα (prágma)
Declinarea substantivului πράγμα | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | πράγμα | πράγματα |
Genitiv | πράγματος | πραγμάτων |
Acuzativ | πράγμα | πράγματα |
Vocativ | πράγμα | πράγματα |
- lucru, chestie
- Τι είναι αυτό το πράγμα στον κουβά;
- (p.ext.) lucruri
- (eufem.) puță, păsărică
- Κλείσε το φερμουάρ – φαίνεται το πράγμα σου!