κατάσταση
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică κατάστασις (katástasis, „fondare, înființare”).
Pronunție
- AFI: /kaˈta.sta.si/
Substantiv
κατάσταση (katástasi)
Declinarea substantivului κατάσταση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | κατάσταση | καταστάσεις |
Genitiv | κατάστασης, καταστάσεως | καταστάσεων |
Acuzativ | κατάσταση | καταστάσεις |
Vocativ | κατάσταση | καταστάσεις |