μεγάλος

De la Wikționar, dicționarul liber

greacă

(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică μεγάλος (megálos) < din μέγας (mégas, „mare”).

Pronunție

  • AFI: /meˈɣa.los/


Adjectiv

μεγάλος (megálos)

Declinarea adjectivului
μεγάλος
Singular Plural
Masculin μεγάλος μεγάλοι
Feminin μεγάλη μεγάλες
Neutru μεγάλο μεγάλα
  1. mare
    Γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις.
  2. mare, înalt
    Έκοψαν τα μεγάλα δέντρα.
  3. foarte mare, deosebit
    Στο πρόσωπό του φαινόταν μεγάλη χαρά.
  4. lung, îndelungat
    Το καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγάλες ενώ τον χειμώνα είναι μικρές.
  5. matur, adult
    Στο κύριο τραπέζι, κάθονται μόνο οι μεγάλοι.
  6. bătrân
    Ο πατέρας μου είναι μεγάλος άνθρωπος και δεν περπατάει καλά.
  7. mare, important, superior
    Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
  8. (tipogr.) (despre litere) majuscul
    Το όνομά μου να γράφει με μεγάλα γράμματα.

Sinonime

Antonime

Cuvinte derivate

Cuvinte compuse

Cuvinte apropiate

Vezi și

Referințe