ουσία
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică οὐσία (ousía, „proprietate”).
Pronunție
- AFI: /uˈsi.a/
Substantiv
ουσία (ousía)
Declinarea substantivului ουσία | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | ουσία | ουσίες |
Genitiv | ουσίας | ουσιών |
Acuzativ | ουσία | ουσίες |
Vocativ | ουσία | ουσίες |
Cuvinte derivate
- ανούσιος
- αυτούσιος
- επί της ουσίας
- επιούσιος
- κατ' ουσίαν
- στην ουσία
- ουσιαστικοποίηση
- ουσιαστικοποιώ
- ουσιαστικός
- ουσιαστικό
- ουσιώδης
- πεμπτουσία
- περιουσία