προμηθεύω
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică προμηθής (promēthḗs, „prevedere, precauție”) < compus din πρό (pró) + μανθάνω (manthánō, „a învăța, a ști”).
Pronunție
- AFI: /pɾo.miˈθe.vo/
Verb
προμηθεύω (promithévo)
- a asigura, a furniza, a aproviziona
- Η οργάνωση προμήθευε καθαρό νερό στα παιδιά για δεκαετίες.
Sinonime
Cuvinte apropiate
- απρομήθευτα
- απρομήθευτος
- προμηθέας
- Προμηθέας
- προμήθεια
- προμηθεϊκός
- προμηθευτής
- προμηθευτικός
- προμηθεύτρια