προσφορά
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică προσφορά (prosphorá, „ofrandă”).
Pronunție
- AFI: /pɾo.sfoˈɾa/
Substantiv
προσφορά (prosforá)
Declinarea substantivului προσφορά | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | προσφορά | προσφορές |
Genitiv | προσφοράς | προσφορών |
Acuzativ | προσφορά | προσφορές |
Vocativ | προσφορά | προσφορές |
Sinonime
- 1-2: δόσιμο, παροχή, συνεισφορά, χορηγία
Antonime
- 1-2: ζήτηση