ανεπανάληπτος
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din αν- (an-) + επανάληψη (epanálipsi, „repetiție”) + -τος (-tos).
Pronunție
- AFI: /a.ne.paˈna.lip.tos/
Adjectiv
ανεπανάληπτος (anepanáliptos)
Declinarea adjectivului ανεπανάληπτος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | ανεπανάληπτος | ανεπανάληπτοι |
Feminin | ανεπανάληπτη | ανεπανάληπτες |
Neutru | ανεπανάληπτο | ανεπανάληπτα |
- irepetabil, ireproductibil
- (p.ext.) unic
Sinonime
- 1: αδευτέρωτος, μοναδικός, πρωτάκουστος, πρωτοφανής
- 2: ασύγκριτος, υπέροχος