γενικός
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică γενικός (genikós, „rasial; principal, tipic; în natură”).
Pronunție
- AFI: /ʝe.niˈkos/
Adjectiv
γενικός (genikós)
Declinarea adjectivului γενικός | ||
Singular | Plural | |
Masculin | γενικός | γενικοί |
Feminin | γενική | γενικές |
Neutru | γενικό | γενικά |
- general
- γενική απεργία
- nespecific, vag
- (despre persoane) general
- γενικός γραμματέας, γενικός διευθυντής, γενικός επιθεωρητής