δύσκολος
Aspect
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică δύσκολος (dúskolos, „greu de satisfăcut”) < compus din δυσ- (dus-, „rău, greu, nefericit”) + -κολος (-kolos, „paznic, custode”).
Pronunție
- AFI: /ˈðis.ko.los/
Adjectiv
δύσκολος (dýskolos)
Declinarea adjectivului δύσκολος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | δύσκολος | δύσκολοι |
Feminin | δύσκολη | δύσκολες |
Neutru | δύσκολο | δύσκολα |
- dificil, greu, anevoios
- Τα Κινέζικα είναι δύσκολη γλώσσα να μάθεις.
- (med.) (despre maladii) rebel, greu de vindecat
- Ο πατέρας μου πάσχει από δύσκολη ασθένεια.
- (fig.) (despre oameni) dificil, problematic, greu
- Η μητέρα μου πάντα ήταν δύσκολος άνθρωπος.
Sinonime
- 1: δυσχερής, επίπονος, ζόρικος, χαλεπός, δυσνόητος, περίπλοκος, προβληματικός
- 2: (med.) δυσθεράπευτος
- 3: δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, στριμμένος, στριφνός