ταξίδι
Aspect
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din greacă antică τάξις (táxis, „aranjare, amplasare, dispunere, aranjament”).
Pronunție
- AFI: /taˈksi.ði/
Substantiv
ταξίδι (taxídi)
Declinarea substantivului ταξίδι | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | ταξίδι | ταξίδια |
Genitiv | ταξιδιού | ταξιδιών |
Acuzativ | ταξίδι | ταξίδια |
Vocativ | ταξίδι | ταξίδια |
- călătorie, voiaj
- μόλις γύρισα από ένα ταξίδι στην Ιταλία
- (fig., livr.) moarte
- ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό - το μεγάλο ταξίδι... - αιώνιο ταξίδι
- (fig., argou, tox.) trip
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
cuvinte compuse